ληιστωρ

ληιστωρ
    ληΐστωρ
    I
    -ορος ὅ разбойник, грабитель Hom.
    II
    -ορος adj. m разбойничий, грабительский
    

(χαλκός Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ληιστωρ" в других словарях:

  • ληίστωρ — ληΐστωρ και λῄστωρ, ορος, ὁ (Α) [ληΐζομαι] 1. ληστής 2. ως επίθ. αυτός μέσω τού οποίου ενεργεί κάποιος λεηλασία («ληΐστορι χαλκῷ», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • ληίστωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίστορα — ληίστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίστορας — ληίστωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίστορες — ληίστωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίστορι — ληίστωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίστορος — ληίστωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίστορ' — ληίστορα , ληίστωρ masc acc sg ληίστορι , ληίστωρ masc dat sg ληίστορε , ληίστωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήστωρ — λῄστωρ, ορος, ὁ (Α) βλ. ληίστωρ …   Dictionary of Greek

  • lāu- —     lāu     English meaning: to acquire, to make use of smth.     Deutsche Übersetzung: “erbeuten, genießen”     Material: O.Ind. lō tam, lō tram n. “booty, geraubtes blessing” (uncovered); Gk. ἀπολαύω “genieße”, Dor. λᾱίᾱ, Ion. ληΐη and ληΐς,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»